- παρατεταγμένως
- παρατάσσωplaceperf part mp masc acc pl (doric)παρατεταγμένωςas in battlearrayindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρατεταγμένως — Α 1. όπως σε παράταξη μάχης, με σταθερότητα («παρατεταγμένως ἀμύνεσθαι», Πλάτ.) 2. με συγκρατημένο τρόπο, με αυτοσυγκράτηση, με αυτοκυριαρχία 3. (γεωμ.) σε ευθεία γραμμή, παράλληλα σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρατεταγμένος τού… … Dictionary of Greek
καρτερούντως — (Α) επίρρ. με καρτερία, καρτερικά, θαρραλέα («παρατεταγμένως καὶ καρτερούντως ἀμυνομένων τὴν τύχην», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. καρτερῶν, οῦντος (καρτερῶ), πρβλ. αρκ ούντως] … Dictionary of Greek